- μεταμεμελημένως
- μεταμεμελημένως (Α)επίρρ. με μεταμέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεταμεμελημένος τού μεταμέλομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταμεμελημένως — μεταμέλομαι feel repentance perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)